σκαμβός

σκαμβός
-ή, -όν, ΜΑ
1. κυρτός, στραβός
2. (ιδίως για τα σκέλη) κεκαμμένος με τη γωνία ανοιχτή προς τα μέσα, ραιβός
3. μτφ. ηθικά διεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. που εμφανίζει φωνηεντισμό -α- (χαρακτηριστικό για τους τ. καθημερινού λεξιλογίου, πρβλ. σκάζω [Ι], σκάπτω) και επίθημα -μβος (πρβλ. τις συγγενείς σημασιολογικά λ. κλα-μβός, κρά-μβος). Το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. σκάζω (Ι) «χωλαίνω» ή με το ρ. κάμπτω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαμβός — crooked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβά — σκαμβός crooked neut nom/voc/acc pl σκαμβά̱ , σκαμβός crooked fem nom/voc/acc dual σκαμβά̱ , σκαμβός crooked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβῶν — σκαμβός crooked fem gen pl σκαμβός crooked masc/neut gen pl σκαμβόω twist pres part act masc voc sg (doric aeolic) σκαμβόω twist pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σκαμβόω twist pres part act masc nom sg σκαμβόω twist pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβόν — σκαμβός crooked masc acc sg σκαμβός crooked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβοῖς — σκαμβός crooked masc/neut dat pl σκαμβόω twist pres opt act 2nd sg σκαμβόω twist pres subj act 2nd sg σκαμβόω twist pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβοί — σκαμβός crooked masc nom/voc pl σκαμβόω twist pres subj mp 2nd sg σκαμβόω twist pres ind mp 2nd sg σκαμβόω twist pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβοῦ — σκαμβός crooked masc/neut gen sg σκαμβόω twist pres imperat mp 2nd sg σκαμβόω twist imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβούς — σκαμβός crooked masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβή — σκαμβός crooked fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκαμβήν — σκαμβός crooked fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”